- συνήγορος
- ο, η / συνήγορος, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. συνάγορος, -ον, Αως ουσ.1. αυτός που υπερασπίζεται κάποιον κυρίως με λόγια2. (ιδίως) αυτός που αγορεύει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξει το δίκαιο διαδίκουνεοελλ.(νομ.) ο νομικός παραστάτης τών διαδίκων, τού κατηγορουμένου ή τού πολιτικού ενάγοντος (α. «συνήγορος υπεράσπισης» β. «συνήγορος πολιτικής αγωγής»)αρχ.1. αυτός που συμφωνεί με κάποιον άλλο («μαντεῑα καινὰ τοῑς πάλαι ξυνήγορα», Σοφ.)2. ως ουσ. (στην Αθήνα) α) άρχων υποστηρικτής τών παλαιών νόμων ενώπιον τών νομοθετώνβ) δημόσιος κατήγορος3. στον πληθ. oἱ συνήγοροια) (στην αθηναϊκή πολιτεία) δέκα άρχοντες βοηθοί τών δώδεκα λογιστών, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την άσκηση ελέγχου στους άρχοντες που δαπάνησαν δημόσια χρήματαβ) (στη Βοιωτία) άρχοντες που φρόντιζαν για τις ευθύνες τών αρχόντων4. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνήγορον- (για την Αγία Τριάδα) ενιαία υπόσταση5. φρ. «συνήγορος τοῡ ταμείου» — αυτός που υπερασπίζεται τα συμφέροντα τής πόλης κατά τις τελωνιακές δίκες.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. κατ-ήγορος, παρ-ήγορος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αυτή, όπως και άλλα συνθ. σε -ήγορος (< ἀγορά), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει σχέση με τη σημ. τής λ. ἀγορά «συνάθροιση», αλλά γενικά με τη σημ. «μιλώ», πρβλ. δικ-ηγόρος, κατ-ήγορος].
Dictionary of Greek. 2013.